- ερυθρώος
- ἐρυθρῷος και ἐρυθρῷος, -ον (Μ)ερυθρός, κόκκινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός κατά τα επίθ. σε -ῴος (πρβλ. χαρτῴος)).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek